- ανοσιούργημα
- το (AM ἀνοσιούργημα)ανόσια πράξη, βδελυρή ενέργεια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνοσιούργημα — impious act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανοσιούργημα — το, ατος πράξη ασεβής, ιδιαίτερα εγκληματική: Η πυρπόληση ναών και ο φόνος ιερέων δεν είναι πια εγκλήματα, αλλά ανοσιουργήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνοσιουργημάτων — ἀνοσιούργημα impious act neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοσιουργήμασι — ἀνοσιούργημα impious act neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοσιουργήμασιν — ἀνοσιούργημα impious act neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοσιουργήματα — ἀνοσιούργημα impious act neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοσιουργήματος — ἀνοσιούργημα impious act neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγιος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ., 917 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ιστιαίας του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αιδηψού. * * * ια και ία, ιο (AM ἅγιος, ία, ιον) 1. (για πρόσωπα) ενάρετος, ευσεβής 2. ονομασία τού Θεού, τού Πνεύματος, τών… … Dictionary of Greek
άγος — Όροςμε τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χαρακτήριζαν το μίασμα, την κατάρα, την οργή θεού που παρακολουθεί τον ένοχο ενός εγκλήματος. Εναγείς μπορούσαν να είναι όχι μόνο άντρες ή γυναίκες, αλλά και ολόκληρες πόλεις και κράτη εξαιτίας του εγκλήματος… … Dictionary of Greek
ανοσιουργία — η (Α ἀνοσιουργία) το ανοσιούργημα … Dictionary of Greek